καταδράσσομαι

καταδράσσομαι
καταδράσσομαι (Α)
1. δράττομαι ισχυρά, αδράχνω
2. αντιλαμβάνομαι, εννοώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + δράσσομαι «πιάνω σφιχτά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταδραττόμενον — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp masc acc sg (attic) καταδράσσομαι lay hold of pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδράξεται — καταδράσσομαι lay hold of aor subj mp 3rd sg (epic) καταδράσσομαι lay hold of fut ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδραξαμένης — καταδράσσομαι lay hold of aor part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδραξάμενος — καταδράσσομαι lay hold of aor part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδραττομένη — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδραττομένην — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδραττομένοις — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp masc/neut dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδραττομένου — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp masc/neut gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδραττομένῳ — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp masc/neut dat sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδραττόμενοι — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”